Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λαύρα η.
-
- 1) Είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού:
- (Προσκυν. Κουτλ. 156 8417).
- 2) (Πιθ.) ανοικτό ή φλύαρο στόμα:
- Έμπα, 'στία εις την λαύραν του και οι λύκοι εις την κορφήν του (Σπανός A 33).
[αρχ. ουσ. λαύρα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαύρα 1 η [lávra] Ο25α : είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού στο οποίο κάθε μοναχός ζει σε ιδιαίτερο κελί. || (επέκτ.) μοναστήρι.
[μσν. λαύρα `σειρά μοναστηριακών κελιών, μοναστήρι΄ (αρχ. σημ.: `δρόμος, πέρασμα΄)]