Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαχταρώ [laxtaró] & -άω Ρ10.1α : 1. επιθυμώ έντονα, κατέχομαι από διακαή πόθο: Λαχταράει να δει το παιδί της. Λαχτάρησα να φάω χταπόδι. || επιθυμώ να δω, να συναντήσω κπ.: Σε λαχταρήσαμε τόσον καιρό. 2. περιμένω, προσδοκώ με αγωνία, ανυπομονώ: ~ τη στιγμή που θα τη σφίξω στην αγκαλιά μου. 3. νιώθω έντονη συγκίνηση, ψυχική ταραχή, ξαφνικό φόβο: Tρόμαξα πολύ, λαχτάρησε η καρδιά μου. Aκούσαμε πως τον χτύπησε αυτοκίνητο και λαχταρήσαμε. || κάνω κπ. να νιώσει ψυχική ταραχή, φόβο: Άργησες να γυρίσεις και μας λαχτάρησες.
[μσν. λακταρώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < λακταρ(ίζω) (δες στο λαχταρίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. λακταρισ-]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαχταρώ· λακταρώ.
-
- Ά Αμτβ.
- α) Τινάζομαι απότομα, σπαρταρώ:
- όλοι τους ετρέμανε σαν λακταρεί το ψάρι (Άλ. Κύπρ. 1522)·
- β) (προκ. για την καρδιά) πάλλομαι, τρέμω (από συγκίνηση, αγωνία):
- (Φαλιέρ., Ιστ. 74), (Αλεξ. 2402).
- α) Τινάζομαι απότομα, σπαρταρώ:
- Β́ (Μτβ.) επιθυμώ, ποθώ:
- διά γαμπρό τον 'πιθυμά, θέλει και λακταρεί τον (Διγ. O 1620).
[<λαχταρίζω. Ο τ. στο Du Cange (‑είν). Η λ. και σήμ.]
- Ά Αμτβ.