Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαχτάρα η [laxtára] Ο25α : 1. έντονη επιθυμία, πόθος: Tη φίλησε / την αγκάλιασε με ~. 2. αγωνιώδης προσδοκία, αδημονία, ανυπομονησία: Περιμένω με ~ το γράμμα σου / τα αποτελέσματα των εξετάσεων. ~ για περιπέτεια. 3. έντονη συγκίνηση, ψυχική ταραχή, ξαφνικός φόβος: Πέρασα / πήρα μια ~! 4. το γεγονός που προκαλεί ταραχή, φόβο κτλ.: Έπαθα πολλές λαχτάρες σήμερα.
[μσν. λακτάρα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < *λάκτ(α) -άρα κατά το τρομάρα < λακτ(ίζω) (μτφ. για την καρδιά) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαχτάρα η· λακτάρα.
-
- 1) Τρεμούλα, ταραχή, συγκίνηση (από έντονο συναίσθημα αγάπης ή πόνου):
- στα σωθικά μου λακτάρα και καημό γροικώ μεγάλο (Πιστ. βοσκ. I 3, 83· Ερωτόκρ. Β́ 2292)·
- (προκ. για την καρδιά):
- (Θυσ. 171).
- 2) Ζωηρή επιθυμία:
- πόση λαχτάρα και καημόν έχουν όσοι αγαπούσι (Πανώρ. Έ 74).
- 3) Εκτίμηση:
- για λόγου σου 'χανε πρώτα πολλή λακτάρα (Διγ. O 612).
[<λαχταρίζω ή <θ. λαχτ‑/λακτ‑ (πβ. λακτέα, ‑ίζω) + κατάλ. ‑άρα. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Τρεμούλα, ταραχή, συγκίνηση (από έντονο συναίσθημα αγάπης ή πόνου):