Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαχούρι το [laxúri] Ο44 : 1. χαρακτηριστικό σχέδιο επάνω σε ειδικό ύφασμα: Φόρεμα / γραβάτα με λαχούρια. || το ύφασμα με αυτό το χαρακτηριστικό σχέδιο: Aγόρασε δύο μέτρα ~ για να κάνει φόρεμα. 2. λεπτό μάλλινο ή μεταξωτό ύφασμα πολυτελείας για την κατασκευή καλυμμάτων των γυναικείων ώμων (σάλι).
λαχουράκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. lâhurî από τα αραβ., τοπων. Λαχώρη (πόλη της Ινδίας, σήμερα του Πακιστάν)]