Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαχείο το [laxío] Ο39 : 1. έντυπο, αριθμημένο δελτίο που δίνει δικαίωμα στον αγοραστή του να συμμετάσχει σε κλήρωση και να κερδίσει διάφορα ποσά, αν ο αριθμός του κληρωθεί: Εθνικό / λαϊκό ~. Παίζει συχνά λαχεία. H κλήρωση του λαϊκού λαχείου γίνεται κάθε Δευτέρα. Kέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου. 2. τυχερό παιχνίδι με αριθμημένους λαχνούς, που οι κάτοχοί τους κερδίζουν ορισμένα ποσά ή αντικείμενα, αν ο αριθμός τους κληρωθεί· λοταρία: Mετά τη συνεστίαση έβγαλαν ~. 3. για κτ. που η έκβασή του εξαρτάται από την τύχη: Ο γάμος είναι ~. ΦΡ μου ήρθε / έπεσε ~: α. για τυχαίο, απροσδόκητο κέρδος, όφελος. β. (ειρ.) για τυχαία, απρόσμενη συμφορά. μου ΄πεσε το πρώτο ~, για μεγάλο κέρδος ή (ειρ.) για μεγάλη συμφορά. (λαϊκ.) την κάνω ~, εκπλήσσομαι, οργίζομαι, θυμώνω έντονα: Mόλις το άκουσα, την έκανα ~.
[λόγ. < συνοπτ. θ. λαχ- του αρχ. ρ. λαγχάνω (δες στο λαχαίνω) -είον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαχειοπώλης ο [laxiopólis] Ο10, Ο11 θηλ. λαχειοπώλισσα [laxiopólisa] Ο27 & (λόγ.) λαχειοπώλις [laxiopólis] : αυτός που πουλάει λαχεία: Ο ~ της γειτονιάς μας.
[λόγ. λαχεί(ον) -ο- + -πώλης· λόγ. λαχειοπώλ(ης) -ισσα, -ις]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαχειοφόρος -ος / -α -ο [laxiofóros] Ε14 : που δίνει δικαίωμα συμμετοχής σε κλήρωση: ~ αγορά.
[λόγ. λαχεί(ον) -ο- + -φόρος]