Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λατρεύω [latrévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. αγαπώ, σέβομαι, τιμώ το Θεό: Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν τους θεούς του Ολύμπου. || Λαοί που λατρεύουν τους νεκρούς / τους προγόνους τους. ΦΡ τι θεό* λατρεύει; 2. αγαπώ υπερβολικά. α. για έμψυχα: Λατρεύει τη γυναίκα του / τα παιδιά του / τα ζώα / τα σκυλιά. β. για άψυχα, δραστηριότητες κ.ά.: Λατρεύει τα σπόρ / το θέατρο / το χρήμα / το κέρδος.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. λατρεύω `υπηρετώ, είμαι δούλος΄, ελνστ. σημ.: `υπηρετώ τους θεούς με προσευχές και θυσίες΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λατρεύω· λατρεύγω.
-
- 1)
- α) Υπηρετώ, είμαι αφοσιωμένος σε κάπ. ή κ.:
- (Αξαγ., Κάρολ. Έ 166)·
- β) αγαπώ υπερβολικά κάπ.:
- … ν’ αγαπάς λιγότερο ένα που σε λατρεύει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1216]).
- α) Υπηρετώ, είμαι αφοσιωμένος σε κάπ. ή κ.:
- 2) Εκδηλώνω προς το Θεό απόλυτο σεβασμό και πίστη:
- (Ιστ. Βλαχ. 1779)·
- (μεταφ.):
- Εκείνη μόνο προσκυνά κι ως είδωλο λατρεύγει (Φορτουν. Ιντ. ά 91).
- 3) Περιποιούμαι, φροντίζω με επιμέλεια κάπ.:
- από όλους τους αρρώστους ετούτον ελατρεύασιν κάλλια παρά τους άλλους (Ιμπ. 746· Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 417).
[αρχ. λατρεύω. Η λ. και σήμ.]
- 1)