Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λατομώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λατομώ.
  • Λαξεύω, σκαλίζω παραστάσεις επάνω σε επιφάνεια:
    • είδα τας δώδεκα Αρετάς … λατομημένας (Λίβ. (Lamb.) N 802
    • μάρμαρον … ην λελατομημένον (Λίβ. P 2729).

[μτγν. λατομέω. Η λ. και σήμ.].

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες