Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λατινισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λατινισμός ο [latinizmós] Ο17 : ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης στη λατινική γλώσσα: Στην ομιλία του χρησιμοποιεί πολλούς λατινισμούς.

[λόγ. < γαλλ. latinisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες