Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λατινικός, επίθ. αλατίνικος· ελατίνικος· λατίνικος.
-
- 1) Ρωμαϊκός·
- (εδώ) σχετ. με το ρωμαϊκό δίκαιο:
- νόμιμον αλατίνικον (Ασσίζ. 3631).
- (εδώ) σχετ. με το ρωμαϊκό δίκαιο:
- 2) (Προκ. για εκκλησία, ένδυμα, κλπ.) που έχει σχέση με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία:
- (Βησσ., Επιστ. 2614)·
- Κρειττότερόν εστιν ειδέναι εν μέσῃ τῃ Πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν (Δούκ. 32912).
- 3) Φράγκικος:
- λατινικόν σκουτάριν (Σαχλ. Β́ PM 685)·
- (προκ. για ρούχα):
- (Λίβ. Sc. 1072).
- 4) Ιταλικός, που είναι σε ιταλική γλώσσα:
- από χαρτί λατινικό εμεταγλώττισά το (Τριβ., Ρε 366).
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = η λατινική γλώσσα:
- (Φορτουν. Έ 223).
[μτγν. επίθ. λατινικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ρωμαϊκός·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λατινικός -ή -ό [latinikós] Ε1 : 1. που σχετίζεται με τους Λατίνους: Λατινική γλώσσα / γραμματεία / λογοτεχνία. || Mεσαιωνική λατινική γλώσ σα, η χρήση της λατινικής γλώσσας στη Δυτική Ευρώπη και ιδίως στα μοναστήρια, κατά τη διάρκεια του Mεσαίωνα. 2. που σχετίζεται με τη λατινική γλώσσα: Λατινική γραμματική. Λατινικό αλφάβητο. 3. (ως ουσ.) α. τα λατινικά: α1. η λατινική γλώσσα: Διαβάζει / γράφει (στα) λατινικά. Mεσαιωνικά λατινικά, η μεσαιωνική λατινική γλώσσα. α2. το μάθημα της λατινικής γλώσσας: Kαταργήθηκαν τα λατινικά από το γυμνάσιο. β. η λατινική, η λατινική γλώσσα: Προφορά της λατινικής. Mεσαιωνική λατινική, η μεσαιωνική λατινική γλώσσα. 4. που κατάγεται από τους Λατίνους: Λατινικά έθνη. Λατινική Aμερική.
λατινικά ΕΠIΡΡ: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. < ελνστ. λατινικός (μεσαιωνική λατινική: μτφρδ. γερμ. Mittellatein)]