Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λατινικά, επίρρ.· αλατίνικα· λατίνικα.
-
- 1) Σε λατινική γλώσσα:
- Γράψας δε γραφήν ο Πιλάτος ρωμαϊκά, λατινικά και συρικά (Μυστ. 60).
- 2) Σε ιταλική γλώσσα:
- πόλιν ονόματι «Εν όρει βασιλικῴ», λατίνικα Ρεγεμόντε (Μηλ., Οδοιπ. 639).
- 3) Σε φράγκικη γλώσσα:
- το δίκαιον των παραδόσεων, ήγουν τό λέγεται κουμαντίζα λατίνικα (Ασσίζ. 7925).
- 4) Κατά το ρωμαϊκό δίκαιο:
- Αρχή των ορμασιών (και ένι λατίνικα το νόμιμον) (Ασσίζ. 2608).
[<επίθ. λατινικός. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Σε λατινική γλώσσα: