Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λατίνα, επίρρ.
-
- Λατινικά, σε λατινική γλώσσα:
- Δε θες λατίνα να το πω; (Κατζ. Β́ 292).
[<ιταλ. (lingua) latina· πβ. Λατίνος 1β]
- Λατινικά, σε λατινική γλώσσα: