Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λατέρνα η [latérna] Ο25 : είδος μηχανικού, φορητού μουσικού οργάνου με χειροκίνητο περιστρεφόμενο κύλινδρο, πάνω στον οποίο είναι καρφωμένα σε ειδική διάταξη μικρά καρφιά, που χτυπούν χορδές κατάλληλα προσαρμοσμένες, και παράγουν τη μελωδία· (πρβ. ρομβία, οργανάκι): Ο ήχος της λατέρνας δεν ακούγεται πια στις γειτονιές. || Bγήκε έξω ντυμένη / στολισμένη σαν ~, για υπερβολικό, κακόγουστο γυναικείο ντύσιμο.
[αντδ. < τουρκ. lâterna < ιταλ. lanterna `φανάρι, οδοντωτός κυλινδρικός τροχός (σε σχήμα φαναριού)΄ < λατ. la(n)terna < αρχ. λαμπτήρ, αιτ. -ῆρα `φανάρι΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λατερνατζής ο [laternadzís] Ο8 : αυτός που χειρίζεται, που παίζει τη λατέρνα.
[λατέρν(α) -ατζής ή από τουρκ. λ.(;)]