Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαστιχένιος -α -ο [lastixé
os] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από λάστιχο, που έχει τις ιδιότητες του λάστιχου· ελαστικός: Λαστιχένια παπούτσια / γάντια. Λαστιχένια βάρκα. 2. (μτφ.) ευλύγιστος, εύκαμπτος: Λαστιχένιο σώμα / κορμί. [λάστιχ(ο) -ένιος]