Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαστιχένιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαστιχένιος -α -ο [lastixéos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από λάστιχο, που έχει τις ιδιότητες του λάστιχου· ελαστικός: Λαστιχένια παπούτσια / γάντια. Λαστιχένια βάρκα. 2. (μτφ.) ευλύγιστος, εύκαμπτος: Λαστιχένιο σώμα / κορμί.

[λάστιχ(ο) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες