Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λασπερός, επίθ.
-
- Γεμάτος λάσπη, λασπώδης:
- λίμνην λασπερήν (Ιστ. Βλαχ. 172· Παλαμήδ., Βοηβ. 265).
[<ουσ. λάσπη + κατάλ. ‑ερός. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Γεμάτος λάσπη, λασπώδης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λασπερός -ή -ό [lasperós] Ε1 : λασπώδης.
[λάσπ(η) -ερός]