Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λασκάρω [laskáro] -ομαι & λασκέρνω [las
érno] -ομαι Ρ6 : χαλαρώνω. α. κάνω, αφήνω κτ. χαλαρό· ξεσφίγγω: Πρέπει να λασκάρεις λίγο τις βίδες, για να βγάλεις το καπάκι. β. είμαι, γίνομαι χαλαρός: Λασκάρισαν τα σκοινιά και λύθηκε η βάρκα. Tα μπουλόνια της ρόδας θέλουν σφίξιμο, είναι πολύ λασκαρισμένα. ΦΡ του λασκάρισε μια βίδα*. [βεν. lascar -ω· λασκ(άρω) μεταπλ. -έρνω]