Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαρύγγι
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαρύγγι το [laríngi] Ο44 : ο λάρυγγας: Πόνεσε το ~ μου να σε φωνάζω. (έκφρ.) θα σου στρίψω το ~, θα σε πνίξω, θα σε στραγγαλίσω. ΦΡ μου βγήκε το ~ (να φωνάζω), φώναξα πολύ και κουράστηκα.

[μσν. λαρύγγι < ελνστ. λαρύγγιον υποκορ. του αρχ. λάρυγξ]

[Λεξικό Κριαρά]
λαρύγγι το.
  • Λαρύγγι· (εδώ μεταφ.):
    • εις τ’ Άδου το λαρύγγι (Ροδολ. Χορ. δ́ 8).

[μτγν. ουσ. λαρύγγιον. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαρυγγίζω.
  • α) (Αμτβ.) αγορεύω:
    • Αν … άρξομαι στομοκρατείν και πάλιν λαρυγγίσειν (Προδρ. II 19-15 χφ H κριτ. υπ.
  • β) (μτβ.) εκφωνώ:
    • πόσους να γράψω (ενν. στίχους) …, πόσους να λαρυγγίσω …; (αυτ. III 143 χφ G κριτ. υπ).

[αρχ. λαρυγγίζω. Τ. ‑ρου‑ στο Βλάχ. Η λ. και σήμ. (Κριαρ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαρυγγικός -ή -ό [laringikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο λάρυγγα: Λαρυγγικά νεύρα. Λαρυγγικές αρτηρίες. Λαρυγγικοί μύες. 2. που σχηματίζεται στο λάρυγγα, που περνάει μέσα από αυτόν: Λαρυγγικοί φθόγγοι, που αρθρώνονται στο λάρυγγα, γλωσσιδικοί. || (ως ουσ.) τα λαρυγγικά, οι λαρυγγικοί φθόγγοι.

[λόγ. < γαλλ. laryngale < αρχ. λαρυγγ- (λάρυγξ) -ale = -ικός (π.χ. το αγγλ. σύμφ. [h] ) (διαφ. το ελνστ. λαρυγγικός `λαίμαργος΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
λαρύγγισμα το.
  • α) Ήχος που σχηματίζεται με τη βοήθεια του λάρυγγα:
    • ερραψῴδει … το ναυτικόν εκείνο λαρύγγισμα (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 4442
  • β) στομφώδης λόγος, «ρητορεία»:
    • λαρυγγίσματα συχνά και λέξεις επικρότους (Προδρ. II 9).

[<αόρ. του λαρυγγίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. τον 7.-8. αι. (Lampe· πβ. όμως Steph.) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαρυγγισμός ο [laringizmós] Ο17 : 1. φωνή που βγαίνει κατευθείαν από το λάρυγγα. 2. (μουσ.) γρήγορη εναλλαγή σε νότες, που γίνεται για να ποικίλει το τραγούδι: H υψίφωνος ενθουσίασε το ακροατήριό της με ωραίους λαρυγγισμούς. 3. (ιατρ.) σπασμωδική συστολή των λαρυγγικών μυών.

[λόγ. < γαλλ. laryngisme (ιατρ.) < αρχ. λαρυγγ- (λάρυγξ) -isme = -ισμός (πρβ. ελνστ. λαρυγγισμός `κρώξιμο΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαρυγγίτιδα η [laringítiδa] Ο28 : οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα.

[λόγ. < γαλλ. laryngite < νλατ. laryngitis < αρχ. λάρυγγ- (λάρυγξ) -ite = -ίτις > -ίτιδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες