Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαρυγγολογικός -ή -ό [lariŋgolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη λαρυγγολογία ή στο λαρυγγολόγο.
λαρυγγολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. laryngologique < laryngolog(ie) = λαρυγγολογ(ία) -ique = -ικός]