Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαρυγγολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαρυγγολογικός -ή -ό [lariŋgolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη λαρυγγολογία ή στο λαρυγγολόγο. λαρυγγολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. laryngologique < laryngolog(ie) = λαρυγγολογ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες