Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαπαροσκόπηση η [laparoskópisi] Ο33 : (ιατρ.) διαγνωστική μέθοδος για την παρατήρηση των κοιλιακών σπλάχνων (με ειδικό όργανο).
[λόγ. < γαλλ. laparoscopie < αρχ. λαπάρ(α) -ο- + -scopie = -σκόπη(σις) -ση]