Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαξεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαξεύω [laksévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1. κοιλαίνω, δίνω κάποιο σχήμα σε πέτρες, ξύλα, μάρμαρα πελεκώντας τα: Οι εξωτερικοί τοίχοι έγιναν με λαξευμένες πέτρες. Mορφές λαξευμένες στο βράχο. 2. (μτφ.) κατεργάζομαι, δουλεύω κτ. με τέχνη: Ο ποιητής λαξεύει τους στίχους του.

[λόγ. < ελνστ. λαξεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες