Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαντζέρης ο [landzéris] Ο11 θηλ. λαντζέρισσα [landzérisa] Ο27 & λαντζιέρης ο [landzjéris] Ο11 θηλ. λαντζιέρισσα [landzjérisa] Ο27 & λαντζιέρα [landzjéra] Ο25α : αυτός που δουλεύει στο πλύσιμο των μαγειρικών σκευών συνήθ. ως βοηθός μάγειρα.
[-ντζιέ-: λάντζ(α) -ιέρης· λαντζιέ ρ(ης) -ισσα· λαντζιέρ(ης) -α· -ντζέ-: αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε σύμφ. και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)· λαντζέρ(ης) -ισσα]