Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λανθάνων -ουσα -ον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λανθάνων -ουσα -ον [lanθánon] Ε12 : 1. που κάνει λάθος. (γνωμ.) (η) λανθάνουσα γλώσσα λέει (πάντα) την αλήθεια / (απαρχ.) γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει, όταν κάποιος ομολογεί, χωρίς να το θέλει, την αλήθεια, κάνοντας γλωσσικό σφάλμα. 2. (επιστ.) για κτ. που δεν είναι εμφανές, ορατό: Λανθάνουσα λοίμωξη. Λανθάνουσα εικόνα. Οι λειτουργίες των ζώων που βρίσκονται σε χειμερία νάρκη είναι σε λανθάνουσα κατάσταση. Λανθάνουσα νόσος, που δεν εκδηλώνει εμφανή συμπτώματα.

[λόγ. < αρχ. λανθάνων μεε. του λανθάνω (δες λ.), 1: με βάση τη σημ. της λ. λάθος· 2: σημδ. γαλλ. latent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες