Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λανθάνω [lanθáno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) δε γίνομαι άμεσα αντιληπτός, δεν εκδηλώνομαι φανερά, υπάρχω κρυμμένος: Στη σημερινή φάση λανθάνει ο κίνδυνος του πυρηνικού πολέμου.
[λόγ. < αρχ. λανθάνω `ξεφεύγω την προσοχή, ξεχνώ΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λανθάνω· λαθάνω· αόρ. ελανθάσθην· υποτ. αορ. λαθασθώ· μτχ. παρκ. λαθασμένος.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Διαφεύγω την προσοχή κάπ.:
- (Προδρ. IV 519), (Φλώρ. 1290)·
- β) ξεχνώ· παραλείπω:
- (Λίβ. Sc. 1373), (Σαχλ., Αφήγ. 827)·
- γ) προκ. για απώλεια, στέρηση:
- Έλαθέν σε η βασιλεία (Χρησμ. I 177).
- α) Διαφεύγω την προσοχή κάπ.:
- 2) Εξαπατώ, ξεγελώ:
- ποιούν (ενν. οι βασιλείς) δουλείες θαυμαστές, λανθάνουν τους ανθρώπους (Χρον. Τόκκων 3535).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) Διαφεύγω την προσοχή, μένω απαρατήρητος:
- (Προδρ. I 180).
- 2) Κάνω λάθος, σφάλλω:
- (Φαλιέρ., Ρίμ. 185).
- 3) (Με κατηγορηματική μτχ.) κάνω κ. απαρατήρητα, κρυφά:
- (Γλυκά, Στ. Β́ 82).
- 4) (Απρόσ.)
- α) διαφεύγω την προσοχή κάπ.:
- (Λίβ. Esc. 1467)·
- β) ξεχνώ, παραλείπω:
- (Πτωχολ. α 315)·
- γ) κάνω λάθος, σφάλλω:
- (Γλυκά, Στ. 565).
- α) διαφεύγω την προσοχή κάπ.:
- 1) Διαφεύγω την προσοχή, μένω απαρατήρητος:
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Μένω απαρατήρητος:
- (Διγ. Z 659).
- 2) Ξεχνώ, λησμονώ:
- (Απόκοπ. 448).
- 3)
- α) Απατώμαι, πλανώμαι, γελιέμαι:
- λανθάνεσαι, Αλέξανδρε, και είσαι κομπωμένος (Αλεξ. 816· Φορτουν. Ιντ. ά 46)·
- β) απογοητεύομαι:
- όλπιζες να έχεις … κι ευρέθης λαθασμένος (Χρον. Μορ. P 8422).
- α) Απατώμαι, πλανώμαι, γελιέμαι:
- 4) Κάνω λάθος, σφάλλω:
- Λαθάνεσαι, κυρά μου (Φαλιέρ., Ενύπν. 563).
- 1) Μένω απαρατήρητος:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που σφάλλει:
- γυναίκες … πάντα άγνωστες, λωλές και λαθασμένες (Συναξ. γυν. 64).
[αρχ. λανθάνω]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λανθάνων -ουσα -ον [lanθánon] Ε12 : 1. που κάνει λάθος. (γνωμ.) (η) λανθάνουσα γλώσσα λέει (πάντα) την αλήθεια / (απαρχ.) γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει, όταν κάποιος ομολογεί, χωρίς να το θέλει, την αλήθεια, κάνοντας γλωσσικό σφάλμα. 2. (επιστ.) για κτ. που δεν είναι εμφανές, ορατό: Λανθάνουσα λοίμωξη. Λανθάνουσα εικόνα. Οι λειτουργίες των ζώων που βρίσκονται σε χειμερία νάρκη είναι σε λανθάνουσα κατάσταση. Λανθάνουσα νόσος, που δεν εκδηλώνει εμφανή συμπτώματα.
[λόγ. < αρχ. λανθάνων μεε. του λανθάνω (δες λ.), 1: με βάση τη σημ. της λ. λάθος· 2: σημδ. γαλλ. latent]