Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαμπτήρας ο [lamptíras] Ο2 : φωτιστικό όργανο, λάμπα, λυχνία: ~ ηλεκτρικός / αεριόφωτος / ασετυλίνης / φθορισμού.
[λόγ. < αρχ. λαμπτήρ, αιτ. -ῆρα `φανάρι΄]