Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαμπρός -ή -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
λαμπρός, επίθ.· λαμπυρός· λαπρός· υπερθ. λαμπροτάτος.
  • 1)
    • α) (Προκ. για τον ήλιο, τα άστρα κ.τ.ό.) λαμπερός, ακτινοβόλος:
      • (Ερωφ. Γ́ 182
      • ακτίνες λαμπυρές (Χούμνου, Κοσμογ. 2472
    • β) πολύ φωτεινός, αστραφτερός:
      • (Πανώρ. Β́ 430
      • (μεταφ.):
        • το κάλλος το λαμπρόν της κόρης (Φλώρ. 1059).
  • 2) (Προκ. για ημέρα) ολόφωτος· χαρούμενος· πολυπόθητος· ξεχωριστός:
    • (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 9), (Κατζ. Δ́ 174), (Ερωτόκρ. Έ 1503
    • έκφρ. λαμπρά ημέρα, βλ. ημέρα 5γ.
  • 3) (Με τα ουσ. φλόγα και φωτιά) φλογισμένος, δυνατός, λαμπαδιασμένος:
    • (Φλώρ. 445), (Ερωτόκρ. Δ́ 169).
  • 4) (Μεταφ. προκ. για το μυστήριο του βαπτίσματος) που έχει ιερή μεγαλοπρέπεια· εξαγνιστικός:
    • (Διγ. Z 2685).
  • 5) Πολυτελής, αστραφτερός, ωραίος:
    • κιβώτιον λαμπρότατον αργυροχρυσωμένον (Διγ. A 4238· Βέλθ. 329), (Διγ. Άνδρ. 36036
    • (μεταφ.):
      • μυστήρια της πίστεως … καθαρά και λαμπρότερα υπέρ το χρυσάφι (Ιστ. πατρ. 9317).
  • 6) (Προκ. για σαγίτες, άρματα, κλπ.) γυαλιστερός, αστραφτερός, ωραίος:
    • (Αχέλ. 1532
    • λαμπυρά σπαθιά (Ερωτόκρ. Δ́ 1789· Φορτουν. Έ 370).
  • 7) Εξαιρετικός· γενναίος· καλά εξοπλισμένος, εντυπωσιακός σε εμφάνιση:
    • Φουσσάτα … λαμπρά (Χρον. Μορ. H 6200
    • λαός λαμπρός (Χρον. Μορ. H 6932
    • καράβιν … λαμπρόν (Χρον. Μορ. H 1303).
  • 8) (Προκ. για κτίσμα) ωραιοκτισμένος με πολύτιμα υλικά, περίτεχνος, ισχυρός:
    • οσπίτιον πολλά εύμορφον και λαμπρόν (Διγ. Άνδρ. 39823
    • το κάστρον το λαμπρόν (Καλλίμ. 911).
  • 9) Θαυμαστός, λαμπροστολισμένος:
    • η εικόνα της υπεραγίας Θεοτόκου … ωραιοτάτη και λαμπρή (Ιστ. πατρ. 20317).
  • 10)
    • α) Ένδοξος, ξακουστός, περίφημος:
      • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1276
      • θρηνώ σε, Πόλη μου λαμπρά (Ιστ. Βλαχ. 2399
    • β) (μεταφ.) φανερός· ένδοξος:
      • (Αχιλλ. O 140), (Γλυκά, Αναγ. 272
    • γ) (στο θετ. και υπερθ. βαθμό ως προσφών. και τιμητική προσηγορία):
      • Ήλιε … λαμπρότατε (Διγ. Z 410· Κορων., Μπούας 82
      • (συνεκδ.):
        • (Αξαγ., Κάρολ. Έ 909).
  • 11)
    • α) Γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος· φανερός:
      • λαμπράς ευεργεσίας (Προδρ. I 3· IV 647
    • β) πλούσιος, ευχάριστος:
      • Φαιδρόν, λαμπρόν το άριστον (Φλώρ. 350· Διγ. Άνδρ. 33630
    • γ) χαρμόσυνος, ευχάριστος:
      • χαράν και κάλεσμα λαμπρόν (Χρον. Μορ. H 6013· Αχιλλ. (Smith) N 713
      • (ευχετικά):
        • πολλά τα έτη και λαμπρά (Λίβ. Esc. 4330).
  • 12)
    • α) (Προκ. για άνθρωπο) εξαιρετικός· που αστράφτει, ακτινοβολεί από ομορφιά:
      • γυναίκαν είχεν έμορφην, λαμπρότατον κορίτσιν (Πόλ. Τρωάδ. 982
    • β) (προκ. για άλογο) ωραίος, δυνατός:
      • (Διγ. A 2232
      • Ήτον λαμπρός ο μαύρος του (Διγ. Esc. 844 κριτ. υπ).
  • 13) Λευκός, ωραίος:
    • Περιστερά εφάνηκεν λαμπρά (Αχέλ. 2328
    • το λαμπυρό σου χέρι (Φαλιέρ., Ιστ. 445).
  • 14) (Προκ. για υγρό) καθαρός, διάφανος, λαμπερός:
    • ριγουλάκι λαμπυρόν (Ερωτόκρ. Έ 1074).
  • 15) Έκφρ. Λαμπρά ή Λαμπρή Κυριακή = η Λαμπρή, το Πάσχα:
    • (Προδρ. III 273-69), (Χρον. Τόκκων 235).
  • Το θηλ. Λαμπρά ή Λαμπρή ως ουσ. = η Λαμπρή, το Πάσχα:
    • ήλθε η Λαμπρά, το Πάσχα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45521
    • της αγίας Λαμπράς (Νομοκ. 38716).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Ακτινοβολία, λαμπρότητα, ομορφιά:
      • (Καλλίμ. 868), (Αχιλλ. (Smith) N 779).
    • 2) Τα επίγεια αγαθά:
      • τα λαμπρά του κόσμου (Σπαν. A 138).
    • 3) Δόξα, τιμή:
      • (Βέλθ. 358).
    • 4)
      • α) Φωτιά:
        • εκάτσαν τον εις το λαμπρόν και εκάψαν τον (Βουστρ. M 1355
        • (σε μεταφ.):
          • (Κυπρ. ερωτ. 642, 4
        • φρ.
          • (1) βάνω λαμπρόν, βλ. βάνω 21α·
          • (2) ρίπτω λαμπρόν = βάζω φωτιά:
            • (Βουστρ. 6817
      • β) (μεταφ.): καημός, βάσανο:
        • στον θάνατον μ’ εφέραν τα λαμπρά μου (Κυπρ. ερωτ. 583
        • ήλπιζα να ’χω θησαυρόν κι εγώ έχω λαμπρόν μέγα (Κομν., Διδασκ. I 23
    • 5) Βολή πυροβόλου, κανονιοβολισμός:
      • Αξαπολούσιν τα λαμπρά, ανακωχιά εγίνην (Θρ. Κύπρ. 767
    • 6) Κεραυνός:
      • έπεσεν λαμπρό και εκάψεν το σπίτιν (Βουστρ. 2828‑9).
      • Έκφρ. λαμπρόν ελληνικόν = το υγρό πυρ:
        • (Μαχ. 36011).

[αρχ. επίθ. λαμπρός. Ο τ. λαμπυρός (με επίδρ. του λαμπυρίζω) στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμπρός -ή -ό [lambrós] Ε1 : 1. που είναι γεμάτος, που εκπέμπει φως, λάμψη: Ένας ~ ήλιος βγήκε πίσω απ΄ τα σύννεφα. Mια λαμπρή μέρα ανέτειλε. 2. (μτφ.) εξαιρετικός, διαπρεπής: ~ νέος / μαθητής / επιστήμονας. Aνοίγεται μπροστά του ένα λαμπρό μέλλον. Tο πείραμα έγινε με λαμπρά αποτελέσματα. Επιστήμονας με λαμπρή σταδιοδρομία στο εξωτερικό. λαμπρά ΕΠIΡΡ 1. ως ένδειξη συμφωνίας και επιδοκιμασίας για κτ. που ειπώθηκε ή έγινε. 2. εξαιρετικά.

[αρχ. λαμπρός]

[Λεξικό Κριαρά]
λαμπρόσχολα τα· λαμπρόσκολα.
  • Οι γιορτάσιμες μέρες του Πάσχα, η Διακαινήσιμος:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 34725).

[<ουσ. Λαμπρή + σχόλη. Η λ. (Somav.) και ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες