Παράλληλη αναζήτηση
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαμπρο- 1 [lambro] & λαμπρό- [lambró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό χαρακτηρίζεται από λάμψη, πολυτέλεια, εορτάσιμη μεγαλοπρέπεια: λαμπρόξανθος, ~ντυμένος, ~στόλιστος, λαμπρόχρωμος. || στην κοινή ή επιστημονική ονομασία φυτών και ζώων: ~κεφάλι, ~κολιός.
[αρχ. λαμπρο- θ. του επιθ. λαμπρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. λαμπρό-φωνος `με καθαρή φωνή΄, μσν. λαμπρο-φορώ, λαμπρο-κοσμημένος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαμπρο- 2 & λαμπρό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (συνήθ. λαϊκότρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό έχει σχέση με τη γιορτή της Λαμπρής, της Aνάστασης του Xριστού: ~λούλουδο· λαμπρόσκολα.
[θ. του ουσ. Λαμπρ(ή) -ο-]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαμπροαρματωμένος, μτχ. επίθ.
-
- Αρματωμένος με λαμπρά, ωραία άρματα:
- καβαλάρην … λαμπροαρματωμένον (Ιμπ. 406).
[<επίθ. λαμπρός + μτχ. παρκ. του αρματώνω]
- Αρματωμένος με λαμπρά, ωραία άρματα:
[Λεξικό Κριαρά]
- λαμπροειμονία η.
-
- Το να φορά κάπ. λαμπρά, πολυτελή ενδύματα:
- λαμπροειμονίας και λαμπροφορίας (Παράφρ. Χων. 73).
[<επίθ. λαμπροείμων (Σούδα) + κατάλ. ‑ία]
- Το να φορά κάπ. λαμπρά, πολυτελή ενδύματα:
[Λεξικό Κριαρά]
- λαμπροένδοξος, επίθ.
-
- Που έχει λαμπρή φήμη και δόξα· (εδώ ο υπερθ. βαθμός ως τιμητική προσηγορία):
- το λαμπροενδοξότατον Κουμούνιν Βενετίας (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1238).
[<επίθ. λαμπρός + ένδοξος]
- Που έχει λαμπρή φήμη και δόξα· (εδώ ο υπερθ. βαθμός ως τιμητική προσηγορία):
[Λεξικό Κριαρά]
- λαμπροκαλαμόστυλον το.
-
- Στύλος λαμπρός, ωραίος και λεπτός σαν καλάμι:
- (Βέλθ. 476).
[<επίθ. λαμπρός + ουσ. *καλαμόστυλον]
- Στύλος λαμπρός, ωραίος και λεπτός σαν καλάμι:
[Λεξικό Κριαρά]
- λαμπροκάρκαλλον το.
-
- Φόρεμα (καρκάλλιν) λαμπρό, πολυτελές:
- (Καλλίμ. 1561).
[<επίθ. λαμπρός + ουσ. καρκάλλιν]
- Φόρεμα (καρκάλλιν) λαμπρό, πολυτελές:
[Λεξικό Κριαρά]
- λαμπροκοσμημένος, μτχ. επίθ.
-
- Λαμπροστολισμένος· ντυμένος με πολυτελή, καταστόλιστη φορεσιά, με την «καλή» του στολή:
- (Διήγ. Βελ. χ 289).
[<επίρρ. λαμπρά + μτχ. παρκ. του κοσμώ]
- Λαμπροστολισμένος· ντυμένος με πολυτελή, καταστόλιστη φορεσιά, με την «καλή» του στολή:
[Λεξικό Κριαρά]
- λαμπρομάτης, επίθ.
-
- Το θηλ. ως ουσ. = αυτή που έχει λαμπερά, σπινθηροβόλα μάτια:
- (Διγ. Z 69).
[<επίθ. λαμπρός + ουσ. μάτι]
- Το θηλ. ως ουσ. = αυτή που έχει λαμπερά, σπινθηροβόλα μάτια:
[Λεξικό Κριαρά]
- λαμπρόμορφος, επίθ.
-
- Που έχει λαμπρή μορφή, λαμπρός:
- φως λαμπρόμορφον (Βέλθ. 335).
[<επίθ. λαμπρός + ουσ. μορφή]
- Που έχει λαμπρή μορφή, λαμπρός: