Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαμποκοπώ [lambokopó] & -άω Ρ10.1α : 1. λάμπω έντονα και ζωηρά· αστράφτω: Ο ήλιος έκανε την επιφάνεια της λίμνης να λαμποκοπάει. Λαμποκοπούσαν τα γυμνά σπαθιά. || (με επέκτ., ως ένδειξη υπερβολικής καθαριότητας, περιποίησης): Tα έπιπλα / τα σκεύη / τα πατώματα λαμποκοπούσαν. Tο σπίτι λαμποκοπούσε από καθαριότητα. 2. (μτφ., για έντονη εκδήλωση συναισθημάτων): Tα μάτια του λαμποκοπούσαν από χαρά. Tο πρόσωπό του λαμποκοπούσε από ευτυχία.
[λάμπ(ω) -ο- + -κοπώ]