Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαμπιόνι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμπιόνι το [lambjóni] Ο44 : μικρή ηλεκτρική λυχνία: Πολύχρωμα λαμπιόνια. Tο ~ έριχνε ένα χλωμό φως.

[ιταλ. lampion(e)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες