Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαμπικάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμπικάρω [lambikáro] -ομαι Ρ6 : 1α. καθιστώ κτ. διαυγές, καθαρίζω (με διήθηση): Λάδι λαμπικαρισμένο. β. γίνομαι διαυγής, καθαρός. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διευκρινίζω κτ.: Ο καθαρός αέρας με βοήθησε να ~ τις σκέψεις στο μυαλό μου. Έχει ιδέες καθαρές και λαμπικαρισμένες.

[μσν. *λαμπικάρω (πρβ. μσν. λαμπικαρίζω) < βεν. lambicar (δες στο λαμπίκος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες