Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαμπατέρ το [lambatér] Ο (άκλ.) : κινητό φωτιστικό δωματίου, με ψηλή βάση που στηρίζεται στο πάτωμα.
[λόγ. < γαλλ. lampadaire (τροπή [d > t] αναλ. προς άλλα δάνεια σε -ter: μοτέρ, καρμπιρατέρ)]