Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαμπαδιάζω [lambaδjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (για φωτιά) αναδίδω φλόγες: Στο τζάκι λαμπάδιαζε η φωτιά. 2. καίγομαι έντονα βγάζοντας φλόγα: Tα κούτσουρα καίγονταν λαμπαδιάζοντας.
[λαμπάδ(α) -ιάζω (διαφ. το ελνστ. λαμπαδίζω `μετέχω σε λαμπαδηδρομία΄)]