Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαμπίκος [lambíkos] & λαμπίκο [lambíko] (ως επίρρ.) : (προφ.) για οτιδήποτε ιδιαίτερα καθαρό, διαυγές, λαμπερό: Έκανε το σπίτι / τα πιάτα / τα σκεύη λαμπίκο. Tο νερό / το λάδι είναι ~.
[μσν. λαμπίκον (& μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.) αντδ. < αραβ. al-ambīq ή μέσω του βεν. lambico < ελνστ. ἄμβιξ `κάδος για διύλιση΄]