Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λαμπάς η· λαμπάδα.
-
- 1)
- α) Μεγάλο κερί, λαμπάδα:
- πιάνουν λαμπάδες και κεριά και της κυράς εφέξαν (Σαχλ., Αφήγ. 762· Πόλ. Τρωάδ. 483), (Δούκ. 11927)·
- β) (μεταφ.) προκ. για γυναίκα με λαμπερή ομορφιά:
- Βλέπω μια λαμπάδα χιονάτη (Φαλιέρ., Ιστ. 395)·
- γ) (μεταφ.) προκ. για γυναίκα με άμεμπτη ηθική:
- Κυρία μου μεγάλη, λαμπάδα είσαι αναφτή (Γαδ. διήγ. 310).
- α) Μεγάλο κερί, λαμπάδα:
- 2) Δάδα, πυρσός:
- απτωμένην λαμπάδα (Λίβ. P 265).
- 3) Πηγή φωτός, φως, λάμψη:
- Καρδίας μου θεράπαυσιν, του σκότους μου λαμπάδα (Κομν., Διδασκ. Δ 13).
- 4) Όραση· «φως» των ματιών:
- τον ορισμόν υπόγραψεν (ενν. ο βασιλεύς), λαμβάνει (ενν. ο Βελισάριος) την λαμπάδα (Ριμ. Βελ. ρ 245).
[αρχ. ουσ. λαμπάς. Ο τ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- λαμπασμένος, μτχ. επίθ.,
- βλ. λαπαγμένος.