Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαμπάδα η [lambáδa] Ο26 : μεγάλο και χοντρό κερί: Πασχαλιάτικες λαμπάδες. Kάηκε σαν ~, γρήγορα και με ένταση: Tα πεύκα κάηκαν σαν ~. Tάζω / ανάβω ~ σε άγιο (στην εικόνα του), εκδηλώνω τη λατρεία, το σεβασμό, την ευγνωμοσύνη μου: Έταξε στον άγιο να του ανάψει μια ~ σαν το μπόι της, αν κάνει καλά το παιδί της. (έκφρ.) κορμί (ίσιο σαν) ~, ψηλό και αδύνατο. ΦΡ μετά φανών* και λαμπάδων.
[μσν. λαμπάδα < αρχ. λαμπάς, αιτ. -άδα `πυρσός, φως΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαμπάδα η,
- βλ. λαμπάς.
[Λεξικό Κριαρά]
- λαμπαδάριος ο.
-
- (Εκκλ.) ο επικεφαλής του αριστερού χορού στον πατριαρχικό ναό, κ.α.:
- (Ψευδο-Σφρ. 44812).
[μτγν. ουσ. λαμπαδάριος. Η λ. και σήμ. εκκλ. (Βεργωτής)]
- (Εκκλ.) ο επικεφαλής του αριστερού χορού στον πατριαρχικό ναό, κ.α.: