Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαλώ [laló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. (για πτηνό) κελαηδώ, κράζω: Λάλησε η πέρδικα / ο κόκορας. ΠAΡ Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι* αργεί να ξημερώσει. 2. (για άνθρ.) μιλώ, λέω: Ούτε μιλάει ούτε λαλάει. ΦΡ είπα και ελάλησα, μίλησα και επιμένω σ΄ αυτά που είπα χωρίς να δέχομαι άλλη συζήτηση. 3. (μτφ., για μουσικό όργανο) βγάζω ήχο, παίζω: Aς λαλήσουν τα όργανα / τα κλαρίνα. || (προφ.): Λάλησέ το / λάλα το, προτροπή σε μουσικό για να αρχίσει να παίζει κάποιο όργανο. 4. (προφ., ειρ.) χάνω τα λογικά μου και μτφ.: Λάλησε απ΄ την πολλή δουλειά.
[αρχ. λαλῶ `φλυ αρώ, τιτιβίζω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαλώ· παρατ. αλάλιεν.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Ομιλώ, απευθύνομαι με λόγο σε κάπ.:
- (Ιμπ. 865)·
- β) ομιλώ σχετικά με κάπ. ή κ.:
- (Μαχ. 3014).
- α) Ομιλώ, απευθύνομαι με λόγο σε κάπ.:
- 2)
- α) Συζητώ κ.:
- οπόταν ίδῃς γέροντας, … ότι λαλούν υπόθεσιν, … άκου μετά προσοχής (Σπαν. B 440)·
- β) συνομιλώ με κάπ.:
- εκατενύγησαν λαλείν αλλήλους άχρι κόρου (Απολλών. 683 (έκδ. εκαταινί‑)).
- α) Συζητώ κ.:
- 3)
- α) Λέγω, προφέρω:
- το «καλημέρα» 'λάλει (Βεν. 68)·
- (με είδος σύστ. αντικ.):
- την μάννα μου λόγον να την λαλήσω (Αιτωλ., Μύθ. 4714)·
- ψέμα λαλείτε (Μαχ. 48630)·
- β) φωνάζω, απευθύνω το λόγο φωνάζοντας:
- Τους άγουρούς του ελάλησεν και … λέγει (Αχιλλ. O 455)·
- (με είδος σύστ. αντικ.):
- Στριγγήν φωνήν ελάλησεν (Χρον. Μορ. H 5439).
- α) Λέγω, προφέρω:
- 4) Κηρύσσω, διδάσκω:
- πανταχού να λαλιέται ο θείος λόγος (Πηγά, Χρυσοπ. 232 (5)).
- 5)
- α) Διαλαλώ, διακηρύσσω, λέγω κ. δημόσια:
- ο διαλαλητής ελάλεν: «Γροικάτε …» (Μαχ. 4043)·
- μη καυχηθείς … άφες το λέγειν (ενν. το προτέρημαν) … κι ας το λαλούσιν άλλοι (Σπαν. A 489)·
- (με είδος σύστ. αντικ.):
- εισμιόν τα λόγια τους του κόσμου τα λαλούσι (Δεφ., Λόγ. 465)·
- β) παραδέχομαι, ομολογώ κ. δημόσια:
- ο κόσμος όλος το λαλεί … ότι εσύ (ενν. η Βενετιά) ευρίσκεσαι τελείως φημισμένη (Θρ. Κύπρ. Μ 239)·
- γ) διαδίδω ως φήμη:
- ελαλούσαν πως τον εφαρμακέψαν (Μαχ. 67819)·
- (με είδος σύστ. αντικ.):
- φήμη … λαλείται (Ερμον. Φ 147).
- α) Διαλαλώ, διακηρύσσω, λέγω κ. δημόσια:
- 6) Διηγούμαι, εξιστορώ, εκθέτω:
- την υπόθεσιν … εν κοντῴ λαλώ την (Λίβ. Sc. 3215)·
- Τόσους πολέμους που λαλώ (Αχέλ. 2090)·
- (με είδος σύστ. αντικ.):
- την αφήγησιν … ως δύναμαι, λαλήσω (Λίβ. P 599).
- 7)
- α) Ισχυρίζομαι, υποστηρίζω ως άποψη:
- κἀκείνος έστοντας εις την φυλακήν λαλεί, … ότι ουδέν εποίκεν … (Ασσίζ. 34827‑8)·
- β) προβάλλω ως πρόφαση:
- αν … αγνωρίσουσι … ότι έχει την αιτίαν τήν λαλεί ο άνδρας της, κείμενον ένι να χωριστούσιν (Ασσίζ. 3763)·
- γ) έχω τη γνώμη, φρονώ:
- οι Φράγκοι λαλούσιν: «Απού διδεί γλήγορα διδεί δεύτερον …» (Μαχ. 18435).
- α) Ισχυρίζομαι, υποστηρίζω ως άποψη:
- 8) Καθορίζω, προβλέπω:
- ο νόμος και η ασσίζα ορίζει και καλά λαλεί ότι … (Ασσίζ. 1133).
- 9) Προτείνω· συμβουλεύω, παρακινώ:
- Τό λαλείς αρέσκει μου και είτι μου πεις να ποίσω (Μαχ. 4002)·
- μου λαλεί να μεν τολμήσω (Κυπρ. ερωτ. 699).
- 10) Επικαλούμαι, παρακαλώ:
- τον λάλησε (ενν. τον Χριστόν) να σώσει την ψυχήν σου (Νεκρ. βασιλ. 120).
- 11)
- α) Εξαγγέλω· γνωστοποιώ, ανακοινώνω:
- ω ευαγγέλια λαληθέντα Θεού στόματι (Δούκ. 3873)·
- να τον αμαντιάσουν πριν λαληθεί η κρίσις (Ασσίζ. 9915)·
- β) φανερώνω:
- «Λάλει, γέρον, την αλήθειαν, τι δοκεί σοι προς την κόρην;» (Πτωχολ. α 581)·
- γ) προφητεύω:
- ο μάντης … ελάλησεν τα μέλλοντα (Λίβ. Esc. 556)·
- δ) καταγγέλλω:
- το μεγαλύτερον (ενν. ζήτημα) ελάλεν ότι ο ρήγας ως γιον κουβερνιάζει το ρηγάτον έρκεται ζημία (Μαχ. 4811).
- α) Εξαγγέλω· γνωστοποιώ, ανακοινώνω:
- 12)
- α) Δηλώνω γραπτώς:
- εκείνα γράφω και λαλώ όσα κινούν προς οίκτον (Προδρ. II 11)·
- β) (προκ. για έγγραφο) αναφέρω, διαλαμβάνω:
- έγεμεν (ενν. το χαρτίν) όλον γράμματα και άκω τι ελαλούσαν (Λίβ. (Lamb.) N 275).
- α) Δηλώνω γραπτώς:
- 13) Παραγγέλλω, μηνώ:
- Λέγει ο Θεός του Μωυσή πάλι διά να λαλήσει του Φαραώ διά τον λαόν (Χούμνου, Κοσμογ. 2283).
- 14)
- α) Καλώ, προσκαλώ:
- τον δούλον τους ελάλησαν, θέλουν να τον ρωτήσουν (Θησ. Γ́ [392])·
- β) συγκαλώ:
- Ο πρίγκιπας … λαλεί τους κεφαλάδες, όλων βουλήν εζήτησεν (Χρον. Μορ. P 5324)·
- γ) καλώ σε βοήθεια:
- εκ την αδυναμίαν του … ουδέν εδύνετον (ενν. ο Ιμπέριος) ποσώς λαλήσειν το καράβιν (Ιμπ. 717).
- α) Καλώ, προσκαλώ:
- 15) Ερωτώ:
- ελάλησέν του: «τις είσαι …;» (Λόγ. παρηγ. L 395).
- 16) Αποκρίνομαι, απαντώ:
- τον ελάλησεν … και είπεν … προς αυτόν απόκρισιν τοιούτην (Χρον. Μορ. P 272).
- 17) (Με κατηγ.) ονομάζω, αποκαλώ, θεωρώ:
- τυφλό κι άπονο με λαλούσι (Ερωφ. Πρόλ. 10).
- 18) Υπόσχομαι:
- παρευθύς το λαληθέν επληρούτο (Ψευδο-Σφρ. 48624).
- 19)
- α) (Προκ. για μουσικό όργανο) κάνω να ηχεί, παίζω, σημαίνω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2115)·
- (ιδιάζ. χρ.):
- τον πίρον του βουτσίου … τάχα τον ελάλουνα, ώσπερ καλή φλογέρα (Κρασοπ. S 151)·
- β) (προκ. για ήχο) κάνω να ακούγεται, αντηχώ:
- ω ουρανοί μου, οι κύκλοι σας τάχατες να λαλούσι μιαν αρμονιά τόσην γλυκιά (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [129]).
- α) (Προκ. για μουσικό όργανο) κάνω να ηχεί, παίζω, σημαίνω:
- 20) Απαγγέλλω μεγαλόφωνα (προσευχή), ψάλλω (πβ. Β́2β):
- το «Κύριε ελέησον» 'λάλει (Σκλάβ. 110)·
- όταν αλάλιεν ο Τούρκος το αχσαμπαγί (Byz. Kleinchron. Á 66911).
- 21) (Προκ. για ζώο) παρακινώ με φωνές να τρέξει, να καλπάσει, «πιλαλώ»· κατευθύνω, οδηγώ:
- Ευθύς λαλώ τον ίππον μου, ίνα τον φθάσω τούτον (Διγ. Z 3402)·
- ελάλιεν (ενν. ο Απρίλης) ομπρός του πρόβατα (Λίβ. Esc. 1031).
- 22) (Μεταφ. προκ. για συμπεριφορά) συνεχίζω, εξακολουθώ (να ενεργώ κατά ορισμένο τρόπο· πβ. και Β́9):
- (Φορτουν. Δ́ 403).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Μιλώ:
- (Προδρ. IV 466)·
- β) απευθύνομαι με λόγο:
- ελάλησεν ο Μωυσής προς τον Θεόν (Χούμνου, Κοσμογ. 2154)·
- φρ. λαλώ εις τον λογισμόν κάπ. = προσπαθώ να επηρεάσω τη σκέψη κάπ.:
- (Λίβ. Sc. 921)·
- γ) αναφέρομαι, ομιλώ σχετικά με κ.:
- εις τα φυσικά των γυναικών πρέπει με να λαλήσω (Συναξ. γυν. 179)·
- δ) ανακοινώνω, δηλώνω:
- ούτως ελαλήθην έμπροσθεν του μαντατοφόρου του σουλτάνου (Μαχ. 17233)·
- ε) κρίνω, νομίζω, διατυπώνω γνώμη:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 505)·
- στ) συνδιαλέγομαι, συνομιλώ:
- ο Θεός με τον Αδάμ ελάλει (Συναξ. γυν. 109)·
- ζ) καταλαλώ, κακολογώ, καταφέρομαι (εναντίον κάπ.):
- ατιμώνεται παρ’ όλους … και κατ’ εκεινού λαλούσιν (Πτωχολ. α 100)·
- η) διατυπώνω ισχυρισμούς, προβάλλω διεκδικήσεις:
- εάν εκείνος ού εκείνη οπού τα έχει αμάχιν λαλεί, ποταπόν δίκαιον γίνεται εις αυτά τα χωράφια (Ασσίζ. 26618).
- α) Μιλώ:
- 2)
- α) Κηρύττω, διδάσκω:
- να λαλήσομεν … εις την εκκλησίαν (Πηγά, Χρυσοπ. 232 (4))·
- β) απαγγέλλω μεγαλόφωνα προσευχή, ψάλλω (πβ. Ά20):
- εχάλασαν οι Τούρκοι τον Ταξιάρχη την εκκλησίαν … ελάλησαν μέσα και επροσκύνησαν (Συναδ. φ. 43r).
- α) Κηρύττω, διδάσκω:
- 3) Φωνάζω:
- ωσάν ιδεί ότι πολεμούμεν να μην τολμήσει και λαλήσει, μήπως και ακουσθεί η φωνή (Διγ. Άνδρ. 38923).
- 4) (Προκ. για επιστολή) πληροφορώ, δηλώνω:
- έγραψεν … χαρτίν το ποίον ελάλεν ούτως (Μαχ. 22019).
- 5)
- α) (Προκ. για πουλί) κελαϊδώ, τιτιβίζω, λαλώ, κρώζω:
- από τ’ αδόνια τά λαλούν έναν πουλίν εσύ 'σαι (Ερωτοπ. 572)·
- λαλεί σαν κόρακας (Αιτωλ., Μύθ. 972)·
- β) τραγουδώ με συνοδεία μουσικού οργάνου:
- την θαμπούραν του έκρουε και χαμηλώς ελάλει (Διγ. Z 1815).
- α) (Προκ. για πουλί) κελαϊδώ, τιτιβίζω, λαλώ, κρώζω:
- 6)
- α) Ηχώ, ακούγομαι:
- Μεγάλη φωνή, θαυμαστή ως τύμπανον λαλήσει (Ρίμ. θαν. 83)·
- β) (προκ. για όργανο μουσικό ή που βγάζει ήχο) ηχώ, σημαίνω:
- οι σάλπιγγες, τα τύμπανα ας λαλούσι (Ζήν. Β́ 403· Τζάνε, Κρ. πόλ. 27113).
- α) Ηχώ, ακούγομαι:
- 7) (Προκ. για βολή τουφεκιού) βροντώ, κροτώ:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1784).
- 8) (Προκ. για ζώο) προχωρώ ορμητικά, «πιλαλώ» (πβ. Ά21):
- ο βους ελάλησεν απάνου εις τον λέον (Διήγ. παιδ. 1008 κριτ. υπ).
- 9) (Μεταφ. προκ. για είδος συμπεριφοράς) συνεχίζω, εξακολουθώ (ορισμένη τακτική ή πολιτεία· πβ. Ά22):
- δεν ψηφά … μήδε Θεόν, μήδε δικαιοσύνη. Και λαλεί και πάγει έως την σήμερον (Κατά ζουράρη 14).
- 1)
- Ά Μτβ.
- II. (Μέσ.) αποκαλούμαι, χρησιμοποιώ ως όνομα:
- τους Γενουβήσους ή τους λαλημένους Γενουβήσους (Μαχ. 1387).
- Το ουδ. της μτχ. παρκ. στον πληθ. λαλούμενα τα ως ουσ. = μουσικά πνευστά όργανα:
- δέχονται (ενν. τον Θωμά) … με λαλούμενα και με τύμπανα (Ιστ. δεσποτών Ηπείρ. 926‑7).
[αρχ. λαλέω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.