Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαλιά η [lalá] Ο24 : 1. (για άνθρ.) α. ομιλία, φωνή: Xάνω / βρίσκω τη ~ μου. Mου κόβεται η ~. Οι νεράιδες τού πήραν τη ~. Aπό τον τρόμο έχασε τη ~ του. β. (λογοτ.) γλώσσα: H ελληνική ~. 2. (για πτηνό) φωνή (κελάηδημα, κράξιμο κτλ.): Kάθε νύχτα ακουγόταν η γλυκιά ~ του αηδονιού. 3. (μτφ., για μουσικό όργανο) ήχος πνευστού οργάνου: H ~ του κλαρίνου / της φλογέρας.
[αρχ. λαλιά `φλυαρία, κουβέντα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαλιά η· λαλία.
-
- 1) Ομιλία:
- (Βίος Αλ. 4336), (Ερωτόκρ. Β́ 332).
- 2) Ευγλωττία:
- (Φορτουν. Αφ. 5).
- 3)
- α) Φωνή:
- τη λαλιά απ’ το στόμα ντου πολλά γλυκιά τη βγάνει (Ερωτόκρ. Β́ 1862)·
- β) κραυγή, δυνατή φωνή:
- έβλεπες … τα μακελιά … με φοβερήν λαλίαν (Διακρούσ. 844).
- α) Φωνή:
- 4) Κελάδημα πουλιού, κράξιμο:
- με τη σιγανή λαλιά τον ήλιο προσκαλούσι (ενν. τα πουλάκια) (Ερωτόκρ. Β́ 1255)·
- πετεινού λαλία (Αιτωλ., Μύθ. 794).
- 5)
- α) Ήχος (κυρίως για πνευστά όργανα):
- (Αιτωλ., Μύθ. 782)·
- βούκινου λαλιά κτυπά στα δάση (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [421])·
- β) θόρυβος, φασαρία:
- απομακρά πολλή λαλιά γροικούσι, πολλών αρμάτων ταραχή (Ερωτόκρ. Β́ 495).
- α) Ήχος (κυρίως για πνευστά όργανα):
- 6)
- α) Είδηση, μήνυμα:
- πάγει η λαλιά στου βασιλιού, σκορπά σ’ όλη τη χώρα (Ερωτόκρ. Έ 1163)·
- β) πληροφορία, μαρτυρία:
- αγνωρίζεται διά λαλιάς ανθρώπων ότι εσκότωσέν τον (Ασσίζ. 47415).
- α) Είδηση, μήνυμα:
- 7) Λόγος:
- Ανάστα, πάτερ, … λαλιάν μικράν φθέγξον (Διγ. Gr. 3258)·
- φρ. δίνω λαλιάν = μιλώ (πβ. δίδω IΆ7β φρ.):
- (Ιμπ. (Legr.) 814).
[αρχ. ουσ. λαλιά. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ομιλία: