Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαλάγγι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
λαλάγγι το.
  • Είδος τηγανίτας, λαλαγγίτα:
    • λαλάγγια … με το μέλι (Προδρ. IV 402).

[παλαιότ. ουσ. λαλάγγιον (Σχολ., Σούδα) <λαλάγγη (Σούδα) + κατάλ. ‑ιον. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαλαγγίτα η [lalangíta] Ο25α : (λαϊκότρ.) η τηγανίτα.

[μσν. λαλαγγίτα συμφυρ. ελνστ. λαλάγγ(η) = λάγανον (δες στο λαγάνα) + (τηγαν)ίτα]

[Λεξικό Κριαρά]
λαλαγγίτα η.
  • Είδος τηγανίτας:
    • λαλαγγίτα με το μέλι (Πεντ. Έξ. XVI 31).

[<ουσ. λαλάγγι πιθ. κατά το πίτα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες