Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαλά
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
λάλα η.
  • Κάμπια:
    • ο Θεός ήφερεν άνεμο … και ήφερε … ακρίδα και λάλα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 162r).

[<αλβ. llallë, a. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκας Ά 209, Χυτήρης 94]

[Λεξικό Κριαρά]
λαλά η.
  • Γιαγιά:
    • εκάμασι παιδόγγονα … και κερά λαλά εγίνη (Ερωτόκρ. Έ 1516).

[νηπ. λ. (Ανδρ., Καλογεράς 1975: 188)· πβ. λαλάς. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαλάγγι το.
  • Είδος τηγανίτας, λαλαγγίτα:
    • λαλάγγια … με το μέλι (Προδρ. IV 402).

[παλαιότ. ουσ. λαλάγγιον (Σχολ., Σούδα) <λαλάγγη (Σούδα) + κατάλ. ‑ιον. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαλαγγίτα η [lalangíta] Ο25α : (λαϊκότρ.) η τηγανίτα.

[μσν. λαλαγγίτα συμφυρ. ελνστ. λαλάγγ(η) = λάγανον (δες στο λαγάνα) + (τηγαν)ίτα]

[Λεξικό Κριαρά]
λαλαγγίτα η.
  • Είδος τηγανίτας:
    • λαλαγγίτα με το μέλι (Πεντ. Έξ. XVI 31).

[<ουσ. λαλάγγι πιθ. κατά το πίτα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαλάς ο.
  • Παιδαγωγός:
    • (Δούκ. 31128).

[<τουρκ. lala, περσ. προέλ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες