Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λακωνισμός ο [lakonizmós] Ο17 : σύντομη και περιεκτική έκφραση, διατύπωση.
[λόγ. < ελνστ. λακωνισμός, αρχ. σημ.: `πράξη προς το συμφέρον των Λακώνων΄]