Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λακωνικός, επίθ.
-
— Βλ. και λαγωνικός.
- Λακωνικός· έκφρ. λακωνικός κύων = είδος κυνηγετικού σκύλου, λαγωνικό:
- (Βίος Αλ. 2982).
[αρχ. επίθ. λακωνικός. Η λ. και σήμ.]
- Λακωνικός· έκφρ. λακωνικός κύων = είδος κυνηγετικού σκύλου, λαγωνικό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λακωνικός -ή -ό [lakonikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία: Λακωνική διάλεκτος. 2α. (για λόγο) που τον χαρακτηρίζει συντομία και περιεκτικότητα: Έδωσε μια λακωνική απάντηση. β. (για πρόσ.) λιγόλογος: Είναι ~ στο λόγο του.
λακωνικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο σύντομο και περιεκτικό: Στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων απαντούσε ~. [λόγ.: 1: αρχ. Λακωνικός· 2: γαλλ. laconique (στη νέα σημ.) < λατ. laconicus < αρχ. Λακωνικός με βάση το ελνστ. λακωνισμός (πρβ. τις φρ. (αρχ.) βραχυλογία τις λακωνική, (ελνστ.) τῆς ὁμιλίας τό λακωνικόν)]