Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λακτίζω [laktízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κλοτσώ.
[λόγ. < αρχ. λακτίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- λακτίζω· λαχτίζω.
-
- (Μτβ. και αμτβ.)
- α) κλοτσώ, χτυπώ με το πόδι:
- (Προδρ. IV 509 χφ P κριτ. υπ.)·
- ελάκτισεν ο γάιδαρος και δέρουσι το σάγμα (Γλυκά, Στ. 274)·
- β) (προκ. για ιππέα) «πτερνίζω»:
- τον μούντον του λακτίζειν (Αχιλλ. (Smith) N 1419)·
- ελάκτισεν μετά θυμού (Αχιλλ. (Smith) N 601).
- α) κλοτσώ, χτυπώ με το πόδι:
[αρχ. λακτίζω. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Μτβ. και αμτβ.)