Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λακκούβα η [lakúva] Ο25α : κοίλωμα του εδάφους ή όρυγμα με μικρό σχετικά βάθος και έκταση· (πρβ. λάκκος): Πρόσεχε· ο δρόμος είναι γεμάτος λακκούβες.
λακκουβίτσα η YΠΟKΟΡ. [παλ. σλαβ. lokŭva· λακκούβ(α) -ίτσα]