Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λακιρντί το [lakirdí] & λακριντί το [lakridí] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) φλύαρη συζήτηση, κουβέντα, διήγηση· φλυαρία: Πιάσανε το ~ με τις ώρες και δεν έλεγαν να σταματήσουν.
[τουρκ. lakîrdî `κουβέντα΄· μετάθ. του [r] ]