Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαιμητόμος η [lemitómos] Ο35 : 1. (απλή) μηχανή με την οποία εκτελείται ο αποκεφαλισμός όσων καταδικάζονται σε θάνατο σε μερικές χώρες· καρμανιόλα, γκιλοτίνα: H βαριά λεπίδα της λαιμητόμου τού έκοψε το κεφάλι. 2. (μτφ.) για κτ. που παρουσιάζει, που περικλείει υψηλού βαθμού κίνδυνο: H αφύλακτη διάβαση αποδείχτηκε σωστή ~.
[λόγ. < ελνστ. λαιμητόμος (αρχ. λαιμοτόμος)]