Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαιμαργία η [lemarjía] Ο25α : η ιδιότητα και η συμπεριφορά του λαίμαργου, η διαρκής επιθυμία και απληστία: Tρώει / κοιτάζει με ~.
[λόγ. < αρχ. λαιμαργία]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαιμαργία η· λαιμαργιά.
-
- α) Το να τρώει κάπ. πολύ και με βιασύνη:
- (Αιτωλ., Μύθ. 898)·
- β) (μεταφ.) απληστία, φιλαργυρία:
- οι άρχοντες εκείνοι … από την λαιμαργίαν τους ήθελαν ν’ αφεντέψουν (Ιστ. Βλαχ. 589)·
- φρ. κάμνω λαιμαργίαν = δείχνομαι άπληστος:
- (Ιστ. Βλαχ. 1875).
[αρχ. ουσ. λαιμαργία. Η λ. και σήμ.]
- α) Το να τρώει κάπ. πολύ και με βιασύνη: