Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαθρεπιβάτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαθρεπιβάτης ο [laθrepivátis] Ο10 θηλ. λαθρεπιβάτισσα [laθrepivátisa] Ο27 & (λόγ.) λαθρεπιβάτις [laθrepivátis] : αυτός που ταξιδεύει λαθραία, χωρίς εισιτήριο ή διαβατήριο.

[λόγ. λαθρ(ο)- + επιβάτης· λόγ. λαθρεπιβάτ(ης) -ισσα· λόγ. λαθρεπιβάτ(ης) -ις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες