Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαθρεμπόριο το [laθrembório] Ο40 : παράνομη δραστηριότητα που αφορά εμπορεύματα και αγαθά για την εισαγωγή, εξαγωγή ή διάθεση των οποίων είτε δεν έχουν καταβληθεί οι νόμιμοι φόροι, δασμοί, τέλη κτλ. είτε υπάρχει απαγόρευση: ~ τσιγάρων / ναρκωτικών / ρολογιών. Yπηρεσία διώξεως λαθρεμπορίου.
[λόγ. λαθρ(ο)- + -εμπόριον]