Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαθραλιεία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαθραλιεία η [laθraliía] Ο25α : ψάρεμα που γίνεται παράνομα, σε απαγορευμένο χώρο ή χρόνο.

[λόγ. λαθρ(ο)- + αλιεία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες