Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαθεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαθεύω [laθévo] Ρ5.2α μππ. λαθεμένος : κάνω λάθος, σφάλμα, πέφτω έξω: Λαθεμένες ενέργειες / αποφάσεις. ~ στους υπολογισμούς μου. || αστοχώ: Δε λαθεύει ποτέ στο σημάδι.

[μσν. *λαθεύω (πρβ. μσν. λαθεύγω, αλαθεύω) < λάθ(ος) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες