Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαζαρέτο το [lazaréto] Ο39 : (παρωχ.) το λοιμοκαθαρτήριο.
[βεν. lazareto από το όν. του Aγίου Λαζάρου, προστάτη των λεπρών (πρβ. ελνστ. λαζάριον `νοσοκομείο΄)]