Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαζάνια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαζάνια τα [lazána] Ο44 : είδος ζυμαρικού.

[αντδ. < ιταλ. lasagna θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. < λατ. *lasania `τηγάνι΄ < lasanum `μαγειρικό σκεύος΄ < αρχ. λάσανα τά `τρίποδο στήριγμα σκεύους΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λαζάνια τα.
  • Είδος ζυμαρικού, χυλοπίτες:
    • (Στάθ. Γ́ 524).

[<ιταλ. lasagna. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες